- κορμίου
- κορμίονsmall logneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπομετρικός — ή, ό ο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ) … Dictionary of Greek
απαλογύριστος — η, ο απαλά γυρισμένος, με ελαφρά στροφή του κορμιού … Dictionary of Greek
κοντογύρισμα — κοντογύρισμα, τὸ (Μ) [κοντογυρίζω] μικρή κίνηση τού κορμιού, ελιγμός … Dictionary of Greek
κορδώνω — (Μ κορδώνω και κορδώννω) τεντώνω δυνατά, τραβώ κάτι πολύ νεοελλ. 1. (ενεργ. και μέσ.) τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι, επαίρομαι, καμαρώνω 2. φρ. «τά κόρδωσε» πέθανε 3. παροιμ. «γίδα ψόφια, νουρά κορδωμένη» λέγεται για πτωχαλαζόνες… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek
παυρόποδα — Τάξη μυριάποδων, που αριθμεί αρκετά μικρά τυφλά ζώα. Τα ζώα αυτά ζουν σε υγρά δάση και σε σάπια ξύλα. Τα ιδιόμορφα αυτά μυριάποδα έχουν 9 ζεύγη πόδια, αλλά όσα βρίσκονται στο πρώτο τμήμα του κορμιού τους, που αποτελείται από 12 τμήματα, είναι… … Dictionary of Greek
σημάδι — το / σημάδιον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.) 2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι») 3. σωματικό γνώρισμα («πες… … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek